-
1 вмешательство
вмешательство с η επέμβα ση, η ανάμιξη' η παρέμβαση· η μεσολάβηση (посредничество) · хирургическое \вмешательство η χειρου ργική επέμβαση· вооружённое \вмешательство η ένοπλη επέμβαση* * *сη επέμβαση, η ανάμιξη; η παρέμβαση; η μεσολάβηση ( посредничество)хирурги́ческое вмеша́тельство — η χειρουργική επέμβαση
вооружённое вмеша́тельство — η ένοπλη επέμβαση
-
2 невмешательство
невмешательство с η μη ανάμιξη, η μη επέμβαση* политика \невмешательствоа η πολιτική της μη επέμβασης* * *сη μη ανάμιξη, η μη επέμβασηполи́тика невмеша́тельства — η πολιτική της μη επέμβασης
-
3 вмешательство
-а ουδ.ανάμιξη επέμβαση•вмешательство в личные дела ανάμιξη στις ατομικές υποθέσεις άλλου•
вооруженное вмешательство ένοπλη επέμβαση•
хирургическое вмешательство χειρουργική επέμβαση.
-
4 вмешательство
вмешательствос ἡ ἐπέμβαση [-ις], ἡ παρέμβαση [-ις], ἡ ἀνάμιξη [-ις]:вооруженное \вмешательство ἡ ἐνοπλη ἐπέμβαση· хирургическое \вмешательство ἡ χειρουργική ἐπέμβαση -
5 карбюрация
карбюра||цияж ἡ ἐξμέρωση [-ις], ἡ ἀνάμιξη [-ις]. -
6 смешение
смеш||ениес1. ἡ ἀνάμιξη [-ις], τό ἀνακάτωμα/ ἡ ἐπιμιξία (видов, рас и т. п.)·2. (путаница) ἡ σύγχυση [-ις], ὁ κυκεών:\смешениеение понятий ἡ σύγχυση τῶν ἐννοιών. -
7 замес
-а α.ανάμιξη, ανακάτωμα•замес теста ανακάτωμα του ζυμαριού.
|| μίγμα, ανάμιγμα. -
8 контаминация
-и θ.1. ανάμιξη, μπέρδεμα, σύγχυση (γεγονότων κατά τη διήγηση).2. μετάδοση (σημασίας μιας λέξης σε άλλη παρώνυ-μη λέξη). -
9 перемешивание
-я ουδ.ανακάτωμα, ανάμιξη. || μετατόπιση, μετακίνηση, μετάθεση. || σύγχυση, μπέρδεμα. -
10 посредничество
-а ουδ.μεσολάβηση, μεσιτεία. || παρέμβαση, ανάμιξη. -
11 шихтовка
-и θ.ανάμιξη μετάλλων ή ορυκτών για λιώσιμο.
См. также в других словарях:
ανάμιξη — η (Α ἀνάμιξις) [ἀναμείγνυμι] 1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα 2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός 3. σαρκική μίξη, συνουσία νεοελλ. 1. συμμετοχή 2. παρέμβαση, επέμβαση … Dictionary of Greek
ἀναμίξῃ — ἀναμίξηι , ἀνάμιξις mingling fem dat sg (epic) ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up aor subj mid 2nd sg ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up aor subj act 3rd sg ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η … Dictionary of Greek
σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… … Dictionary of Greek
αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… … Dictionary of Greek
επίκρασις — ἐπίκρασις, ἡ (Α) [κράσις] 1. (για ποτά, χυμούς κ.λπ.) ανάμιξη, συγκερασμός 2. μετρίαση που γίνεται με ανάμιξη … Dictionary of Greek
παρέμβαση — η 1. επέμβαση, μεσολάβηση 2. ανάμιξη τρίτου σε ενέργεια, διαδικασία ή ασχολία που δεν τόν αφορά άμεσα 3. (νομ.) προσέλευση και ανάμιξη τρίτου σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, με την αξίωση ότι έχει έννομο συμφέρον και ότι πρέπει να ληφθεί αυτό… … Dictionary of Greek
πρόσμιξη — και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις (ε)ίξεως, ΝΜΑ [προσμ(ε)ίγνυμι] ανάμιξη νεοελλ. 1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία,… … Dictionary of Greek
συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη … Dictionary of Greek
Κελτίβηρ — ο (Α Κελτίβηρ) (στον πληθ. οι Κελτίβηρες αρχαίο φύλο τής Ισπανίας που προήλθε από ανάμιξη Κελτών και Ιβήρων … Dictionary of Greek